- μυρίανδρον
- μῡρίανδρον , μυρίανδροςcontainingmasc/fem acc sgμῡρίανδρον , μυρίανδροςcontainingneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μυρίανδρος — μυρίανδρος, ον (Α) 1. αυτός που περιλαμβάνει δέκα χιλιάδες άνδρες ή κατοίκους 2. (για πόλη) αυτός που έχει μεγάλο πλήθος κατοίκων, ο πολυπληθής, ο πολυάνθρωπος («κατεσκεύαζε δὲ τὴν πόλιν τῷ πλήθει μὲν μυρίανδρον», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) … Dictionary of Greek